νέωτα

νέωτα
νέωτα, Adv.
A next year, Semon.1.9; elsewh. only

εἰς (ἐς) ν. X.Cyr. 7.2.13

,8.6.15, Thphr.Char.3.4;

ἀεὶ γεωργὸς εἰς ν. πλούσιος Philem. 82

;

τὰ μὲν νῦν, τὰ δ' εἰς ν. Thphr.HP9.11.9

;

ὁ εἰς ν. καρπός Id.CP3.16.2

; ταγοὺς τοὺς ἐν ν. prob. in Schwyzer323A12 (Delph., v/iv B.C.); cf. νέω (D).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νέωτα — (Α) επίρρ. (συν. στη φρ.) «εἰς νέωτα» και «είς νέωτα» τον επόμενο χρόνο («εἰς νέωτα πολλῶν καὶ καλῶν πάλιν σοι πλήρης ἡ πόλις ἔσται», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τού νέος και ενός τ. τής λ. ἔτος* (πρβλ. πέρυσι). Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • νέωτα — next year indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέωτ' — νέωτα , νέωτα next year indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • u̯et- (*su̯et-) —     u̯et (*su̯et )     English meaning: year     Deutsche Übersetzung: “Jahr”     Note: Gk. ἔνος “year” : Lat. annus “year” (*atnos ) “year” : O.Ind. hü yana “yearly”, hüyana m. n. “year” prove that Root en 2 : “year” : Root at , *atno : “to… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”